Νομισματική πολιτική είναι «ένας όρος που χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε σε όλες εκείνες τις ενέργειες που μια κεντρική τράπεζα πραγματοποιεί, προκειμένου να επιτύχει στόχους μακροοικονομικής πολιτικής όπως η σταθερότητα των τιμών, η πλήρης απασχόληση και η σταθερή οικονομική ανάπτυξη».1
Αιώνες τώρα, από τις πρωτόγονες κιόλας κοινωνίες, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν κάποια μορφή χρήματος.2 Χρήμα ονομάζεται οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο είναι γενικώς αποδεκτό ως μέσο πληρωμής στην αγοραπωλησία προϊόντων και άλλων περιουσιακών στοιχείων καθώς και για την πραγματοποίηση συναλλαγών δανεισμού.3
Το χρήμα, το οποίο γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά τι είναι, χρησιμεύει στον άνθρωπο ως2:
και διευκολύνει πολύ την οικονομική του δραστηριότητα.
Σε επίπεδο κοινωνίας όμως, η ύπαρξη του χρήματος θέτει κάποια σημαντικά ζητήματα, όπως4:
Ερωτήματα σαν και αυτά και γενικά οτιδήποτε σχετίζεται με τη ρύθμιση του χρήματος σε μία κοινωνία, αποτελούν το αντικείμενο της Νομισματικής Πολιτικής4, 5. Όπως άλλωστε μπορεί να δείξει και μια, κατά κάποιο τρόπο, ετυμολογική προσέγγιση, ο όρος Νομισματική Πολιτική προέρχεται από τους όρους νόμισμα (δηλαδή χρήμα) και πολιτική.
Το κράτος εργάζεται, θεωρητικά τουλάχιστον, με στόχο το γενικό συμφέρον της κοινωνίας και την ανάπτυξη της οικονομίας.6 Στην προσπάθειά του να το πετύχει αυτό επεμβαίνει στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας και χρησιμοποιεί ποικίλα μέσα για το συντονισμό και τον προγραμματισμό της.6
Τα μέσα αυτά διακρίνονται, σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη, σε πέντε μεγάλες κατηγορίες7:
Η νομισματική πολιτική επηρεάζει την καθημερινότητά μας γιατί, χρησιμοποιώντας μέτρα τα οποία θα δούμε και στη συνέχεια, μπορεί και επηρεάζει σημαντικά ζητήματα όπως τα παρακάτω8:
Πληθωρισμός ονομάζεται η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών μιας οικονομίας.9 Όπως θα έχουμε όλοι παρατηρήσει, πολλά από τα προϊόντα που αγοράζουμε γίνονται ανά χρονιές ακριβότερα χωρίς να έχει υπάρξει κάποια ιδιαίτερη αλλαγή των χαρακτηριστικών τους. Για παράδειγμα, πριν μερικά χρόνια κάλλιστα μπορούσε κανείς να αγοράσει μια τυρόπιτα με 1 ευρώ. Σήμερα όμως χρειάζεται περίπου 1,5 ευρώ. Το φαινόμενο αυτό, όταν είναι γενικευμένο σε μία οικονομία, τότε κάνουμε λόγο για ύπαρξη πληθωρισμού.
Μέσω του πληθωρισμού το χρήμα χάνει την αξία του και αυτό, υπό συνθήκες, μπορεί να είναι αρκετά επιβλαβές για τους πολίτες.10 Αν για παράδειγμα ένας μισθωτός αμείβεται με 1000 ευρώ τότε, ενώ αρχικά θα ήταν σε θέση να αγοράζει 1000 τυρόπιτες, τώρα με τη νέα τιμή του 1,5 ευρώ θα είναι σε θέση να αγοράσει πολύ λιγότερες (περίπου 667), γεγονός που συνιστά σημαντική μείωση της αγοραστικής του δύναμης.
Για το λόγο αυτό οι νομισματικές αρχές επιδιώκουν, κατά κανόνα, τη διατήρηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα, όπως μικρότερα του 2% το χρόνο.11
Επιτόκιο ονομάζεται η επιβάρυνση κάποιου όταν λαμβάνει ένα δάνειο.12 Αν για παράδειγμα κάποιος δανειστεί 100 ευρώ με συμφωνία μετά να επιστρέψει 110, τότε λέμε ότι το δάνειο έχει επιτόκιο 10%. Οι νομισματικές αρχές μιας χώρας, έχουν τη δυνατότητα με χρήση αντίστοιχων νομισματικών μέσων να επηρεάζουν τα επιτόκια με τα οποία δίνουν δάνειο η μία τράπεζα στην άλλη13, γεγονός που εμμέσως επηρεάζει και τα επιτόκια με τα οποία το κοινό λαμβάνει δάνεια από την τράπεζα και τα επιτόκια τα οποία το κοινό κερδίζει όταν καταθέτει τα χρήματά του στην τράπεζα14.
Συναλλαγματική ισοτιμία ονομάζεται η τιμή του νομίσματος μιας χώρας εκφρασμένη σε σχέση με το νόμισμα μιας άλλης χώρας.15 Όταν για παράδειγμα κάποιος πηγαίνει ένα ταξίδι στο εξωτερικό σε χώρα που έχει διαφορετικό νόμισμα από το δικό μας, τότε χρειάζεται να μετατρέψει ορισμένα από τα ευρώ του στο τοπικό νόμισμα προκειμένου να είναι σε θέση να αγοράσει εκεί το οτιδήποτε, να πληρώσει το ξενοδοχείο κτλ. Πως θα γίνει όμως αυτή η μετατροπή; Για κάθε ένα ευρώ που έχουμε εμείς, τι ποσό από το άλλο νόμισμα θα μας δώσει το ανταλλακτήριο νομισμάτων; Αυτό ακριβώς μας λέει η τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία. Αν η ισοτιμία είναι 1,2 δολάρια ανά ευρώ ($/€), τότε για κάθε 1 ευρώ το ανταλλακτήριο θα μας δώσει 1,2 δολάρια. Την ισοτιμία αυτή, με διάφορες κινήσεις της, η νομισματική αρχή μιας χώρας είναι σε θέση να την επηρεάσει.5
Σε αντίθεση με τα περισσότερα από τα μέσα δράσης των δημόσιων φορέων που περιγράφθηκαν παραπάνω, στις σημερινές κοινωνίες η άσκηση των νομισματικών μέσων δεν είναι αρμοδιότητα της κυβέρνησης, αλλά της κεντρικής τράπεζας της χώρας.16 Κεντρική τράπεζα ονομάζεται η κύρια τράπεζα μιας χώρας, η οποία16, 17:
Η ιδιοκτησία της κεντρικής τράπεζας μπορεί να ανήκει στο δημόσιο, ενδέχεται όμως κατά ένα ποσοστό να ανήκει και σε ιδιώτες.19 Αυτό το οποίο όμως αποτελεί ξεκάθαρη τάση των τελευταίων δεκαετιών ως προς το θεσμό της κεντρικής τράπεζας, είναι η ανεξαρτησία τους.20 Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών θεωρείται ότι περιλαμβάνει δύο διαστάσεις, μία πολιτική και μία οικονομική37:
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών σήμερα δεν είναι παντού ίδια και ίδιου βαθμού37, ωστόσο στη συνέχεια, στο κομμάτι της «Περίπτωσης της Ελλάδας», θα δούμε τι ισχύει συγκεκριμένα για τη χώρα μας.
Ο λόγος για τον οποίο η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών θεωρείται σημαντική είναι γιατί, σύμφωνα με πολλές εμπειρικές μελέτες, η ύπαρξή της συμβάλει κατά πολύ στην αποτελεσματικότερη άσκηση της νομισματικής πολιτικής.21 Αν αυτή η ανεξαρτησία δεν υπάρχει τότε δεν αποκλείεται η πολιτική ηγεσία της χώρας να χρησιμοποιεί τη νομισματική πολιτική για εξυπηρέτηση δικών της συμφερόντων, όπως η βραχυχρόνια δημιουργία κλίματος ανάπτυξης στην οικονομία22 λίγο καιρό πριν τις εκλογές με άσκηση επεκτατικής νομισματικής πολιτικής21 ή η χρηματοδότηση του ελλείμματος της κυβέρνησης με χρήματα της κεντρικής τράπεζας, αδιαφορώντας για την πιο μακροπρόθεσμη επίδραση που αυτό θα έχει στην οικονομία, όπως την πιθανότητα αύξησης του πληθωρισμού.22
Συμπερασματικά, η νομισματική πολιτική ασκείται κατά κανόνα από την κεντρική τράπεζα κάθε χώρας16, η οποία, σύμφωνα με την τάση των τελευταίων δεκαετιών, είναι συνήθως ανεξάρτητη20.
Βασικό εργαλείο της νομισματικής πολιτικής για να πετύχει τους στόχους της και αυτό το οποίο προσπαθεί κατά κύριο λόγο να ελέγξει, είναι η προσφορά χρήματος στην οικονομία.23 Προσφορά χρήματος σε μία οικονομία ονομάζεται το σύνολο των χρημάτων που βρίσκονται σε αυτή σε κυκλοφορία.24
Ως προς την προσφορά χρήματος, η νομισματική πολιτική αναφέρεται συνήθως να είναι είτε επεκτατική, είτε συσταλτική25:
Η επεκτατική νομισματική πολιτική μιας χώρας αυξάνει την προσφορά χρήματος22 με ρυθμό μεγαλύτερο από τον συνηθισμένο25. Το γεγονός αυτό αυξάνει την ποσότητα του χρήματος που βρίσκεται κυκλοφορία στην οικονομία και όπως ακριβώς συμβαίνει με όλων των ειδών τα αγαθά, αυτό μειώνει την τιμή του.
Το γεγονός αυτό οφείλεται στη βασική αρχή των οικονομικών, αυτή της προσφοράς και της ζήτησης. Έστω για παράδειγμα ότι ένας μανάβης κάνει λάθος μια μέρα σε μία παραγγελία μήλων και του έρχεται μια πολύ μεγαλύτερη ποσότητα απ' ότι συνήθως. Γνωρίζει πως αν ο καιρός περάσει τα μήλα κινδυνεύουν να χαλάσουν και άρα θα πρέπει να τα πουλήσει όλα σύντομα. Για να το πετύχει αυτό χαμηλώνει την τιμή τους έτσι ώστε περισσότερος κόσμος απ' ότι συνήθως να δελεαστεί και να τα αγοράσει. Δεδομένης δηλαδή της μεγάλης προσφοράς μήλων, η τιμή αυτών μειώθηκε στο μανάβικο.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την προσφορά χρήματος στην οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, η μεγάλη προσφορά του χρήματος οδηγεί σε μείωση της τιμής με την οποία αγοράζεται και πωλείται, το γνωστό σε όλους μας επιτόκιο.22 Η μείωση αυτή του επιτοκίου κάνει το δανεισμό πλέον πιο δελεαστικό για τις επιχειρήσεις, και τις προτρέπει, βασισμένες σε αυτόν, να αναλάβουν την πραγματοποίηση επενδύσεων.22 Το γεγονός αυτό οδηγεί το σύνολο της οικονομίας σε ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας, που είναι άλλωστε και οι στόχοι της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής.25, 22
Αξίζει τέλος να αναφερθεί ότι η πολιτική αυτή ενέχει τον κίνδυνο της δημιουργίας υψηλού πληθωρισμού, μείωσης με άλλα λόγια της αξίας του χρήματος.22
Η συσταλτική νομισματική πολιτική πραγματοποιεί ακριβώς το αντίθετο. Μειώνει δηλαδή την προσφορά χρήματος στην οικονομία αυξάνοντας τα επιτόκια και συγκρατώντας τις τιμές και τον πληθωρισμό.23, 25
Τα κύρια μέσα της νομισματική πολιτικής είναι23:
1. Το ποσοστό των υποχρεωτικά δεσμευμένων καταθέσεων των τραπεζών
Όταν το ποσοστό αυτό είναι για παράδειγμα ορισμένο από την κεντρική τράπεζα σε 10%, τότε από μία κατάθεση ύψους 100 ευρώ η τράπεζα έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει μόνο τα 90 ευρώ για να δώσει δάνεια, ενώ τα υπόλοιπα 10 ευρώ είναι υποχρεωμένη να τα κρατήσει στα ταμεία της για προληπτικούς λόγους. Το ποσοστό αυτό ονομάζεται ποσοστό των υποχρεωτικά δεσμευμένων καταθέσεων των τραπεζών.23
Η κεντρική τράπεζα μεταβάλλοντας αυτό το ποσοστό, δηλαδή αυξάνοντας ή μειώνοντας το, μεταβάλλει έμμεσα και την προσφορά χρήματος στην οικονομία.23 Αυτό συμβαίνει με τον εξής πολύ απλό τρόπο:
2. Το αναπροεξοφλητικό επιτόκιο
Οι τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε μία οικονομία δανείζουν συχνά η μία την άλλη, στη λεγόμενη διατραπεζική αγορά26. Έχουν όμως και την εναλλακτική του δανεισμού από την κεντρική τράπεζα της χώρας. Ο δανεισμός αυτός είναι συνήθως ακριβότερος και γι' αυτό υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν προτιμάται.27 Όταν όμως υπάρχει ανάγκη, όπως για την κάλυψη προβλημάτων ρευστότητας, οι τράπεζες που δε μπορούν να βρουν δάνειο στη διατραπεζική καταφεύγουν όντως στην κεντρική τράπεζα.27 Το επιτόκιο με το οποίο γίνεται αυτός ο δανεισμός καθορίζεται από την ίδια την κεντρική τράπεζα, ονομάζεται αναπροεξοφλητικό επιτόκιο και το ύψος του επηρεάζει εμμέσως και τα επιτόκια τα οποία η δανειζόμενη τράπεζα χρεώνει στους δανειολήπτες της. Αυτό επηρεάζει το πόσος κόσμος επιθυμεί να συνάψει πλέον δάνειο μαζί της και βάση της λογικής που περιγράψαμε παραπάνω, την προσφορά χρήματος στην οικονομία.23
3. Η πολιτική της ανοικτής αγοράς
Σύμφωνα με το μέσο αυτό, η ίδια η κεντρική τράπεζα με δική της πρωτοβουλία αποφασίζει είτε να δώσει δάνεια (να αγοράσει δηλαδή τίτλους όπως ομόλογα) σε τράπεζες και επιχειρήσεις, είτε να ζητήσει (να πωλήσει δηλαδή τίτλους).23 Όταν δίνει δάνεια τότε χρήματα τα οποία πριν τα κρατούσε η ίδια, τώρα έχουν «ριχτεί» στην οικονομία αυξάνοντας έτσι την προσφορά χρήματος, ενώ όταν δανείζεται «παίρνει» χρήμα από την αγορά, μειώνοντας την προσφορά χρήματος. Τα επιτόκια με τα οποία συνάπτονται τα δάνεια αυτά επηρεάζουν και τα υπόλοιπα της αγοράς, επηρεάζοντας έτσι και με ένα δεύτερο τρόπο τη συνολική προσφορά χρήματος.23
Υπεύθυνο όργανο για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, είναι το Ευρωσύστημα.28 Το Ευρωσύστημα είναι ένα σύστημα κεντρικών τραπεζών αποτελούμενο από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των χωρών μελών της Ευρωζώνης, των χωρών που έχουν δηλαδή υιοθετήσει το ευρώ.28 Την αρμοδιότητα αυτή την ανέλαβε την 1η Ιανουαρίου του 1999 για τις 11 χώρες που ανήκαν τότε στην Ευρωζώνη και από την 1η Ιανουαρίου του 2001 και στην Ελλάδα.29
Πριν το 2001, υπεύθυνο όργανο για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής ήταν στη χώρα μας η Τράπεζα της Ελλάδος.30 Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι η Κεντρική Τράπεζα της χώρας, η οποία ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1927 και άρχισε να λειτουργεί το Μαΐου 1928, παίρνοντας τα ηνία από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος η οποία, ως η τότε μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα της χώρας, ασκούσε και λειτουργίες κεντρικής τράπεζας από το 1841.31 Σήμερα ο ρόλος της είναι υποστηρικτικός του Ευρωσυστήματος.30
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (European Central Bank ή ECB) αποτελεί ένα από τα επίσημα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρείται η Κεντρική Τράπεζα του συνόλου των 19 χωρών της Ευρωζώνης και βρισκόμενη στην καρδιά του Ευρωσυστήματος έχει ως κύριες δραστηριότητες την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος.32
Μερικά ενδιαφέροντα ζητήματα αναφορικά με την ΕΚΤ και κατ' επέκταση για όλα τα μέλη του Ευρωσυστήματος:
Ως βασικότερος στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ έχει τεθεί διαχρονικά η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών33 και συγκεκριμένα ετήσια ποσοστιαία αύξηση του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (του πληθωρισμού ουσιαστικά) της Ευρωζώνης που δεν υπερβαίνει το 2% μεσοπρόθεσμα39 αλλά το προσεγγίζει.34 Δεδομένου ότι ο στόχος αυτός δεν διακινδυνεύεται, η ΕΚΤ έχει καθήκον να στηρίζει και τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ευρωπαϊκής Ένωση.33
Για την ΕΚΤ η ανεξαρτησία αποτελεί πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο κατοχυρώνεται στις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα ισχύουν τα κάτωθι35:
Μέτοχοι (ιδιοκτήτες δηλαδή) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες όλων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το κεφάλαιό της ανέρχεται σε 10.825.007.069,61 ευρώ και η συμμετοχή κάθε χώρας σε αυτό προκύπτει βάσει του πληθυσμού και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της. Σήμερα η Τράπεζα της Ελλάδας κατέχει το 2,0332%.36 Η Τράπεζα της Ελλάδας, με τη σειρά της, είναι ανώνυμη εταιρία, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο Αθηνών με ιδιοκτήτες κυρίως ιδιώτες, μιας και το ανώτατο όριο συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό της κεφάλαιο έχει οριστεί σε 35%.38