Ο οίκος αξιολόγησης είναι μια ανεξάρτητη εταιρεία η οποία αξιολογεί την οικονομική κατάσταση των εκδοτών των χρεογράφων και βαθμολογεί τους εκδότες ανάλογα με την πιστοληπτική τους ικανότητα. Πιθανοί επενδυτές, πελάτες, εργαζόμενοι και επιχειρηματίες βασίζονται στα δεδομένα και στην ανάλυση αυτών των οίκων προκειμένου να προσδιορίσουν την συνολική δύναμη και σταθερότητα μιας εταιρείας.1 Οι οίκοι αξιολόγησης, δηλαδή, παρέχουν στους επενδυτές πληροφόρηση σχετικά με τον επενδυτικό κίνδυνο ενός χρεογράφου. Υψηλή βαθμολογία συνεπάγεται χαμηλό κίνδυνο και επομένως ενθαρρύνει τους επενδυτές να αγοράσουν το χρεόγραφο.2
Στο χρηματιστήριο οι επενδυτές τοποθετούν τα χρήματά τους σε διάφορα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όπως σε ομόλογα, γραμματεία και χρεόγραφα, προκειμένου να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Μια επιτυχημένη επένδυση, όμως, προϋποθέτει ο επενδυτής να έχει επαρκή γνώση τόσο των χαρακτηριστικών του χρηματοπιστωτικού προϊόντος όσο των χαρακτηριστικών του εκδότη του. Η γνώση αυτή είναι σημαντική γιατί το κέρδος ενός προϊόντος συνδέεται άμεσα με τον επενδυτικό του κίνδυνο, δηλαδή τη δυνατότητα του εκδότη του προϊόντος να αποπληρώσει τις οφειλές του ως προς τους επενδυτές. Επειδή , λοιπόν, είναι δύσκολο και χρονοβόρο για έναν επενδυτή να αξιολογήσει μόνος του τους εκδότες των προϊόντων που τον ενδιαφέρουν, έχουν δημιουργηθεί ορισμένες εταιρείες, οι λεγόμενοι οίκοι αξιολόγησης, που ειδικεύονται στην εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας -της φερεγγυότητας- των διαφόρων εκδοτών.3
Οι οίκοι αξιολογούν τους εκδότες σύμφωνα με τη δυνατότητα τους να πληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις και ανάλογα με το αποτέλεσμα προσδίδουν στους επενδυτές συγκεκριμένη βαθμολογία. Η βαθμολογία αυτή συνήθως εμφανίζεται με τη μορφή γραμμάτων της αλφαβήτου (π.χ. ‘ΑΑΑ’ και ‘ΒΒΒ’) και όσο υψηλή είναι τόσο μικρότερο επενδυτικό κίνδυνο φέρει το χρηματοπιστωτικό προϊόν. Ουσιαστικά η βαθμολογία αντιστοιχίζεται με το επίπεδο του πιστοληπτικού κινδύνου ενός χρεογράφου, μιας εταιρείας ή ακόμα και ενός κράτους.3
Η Επιτροπή Ασφάλειας και Συναλλαγών των Ηνωμένων Πολιτειών αναγνωρίζει δέκα οίκους αξιολόγησης παγκοσμίως, τρείς είναι όμως εκείνοι που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς: Fitch, S&P και Moody’s. Ωστόσο, η βαθμολογία που δίνεται από τους οίκους αξιολόγησης είναι υποκειμενική και γι’ αυτό ο επενδυτής δεν θα πρέπει να στηρίζεται μόνο στην βαθμολογία για τη λήψη αποφάσεων.
Η χρησιμοποίηση των Οίκων Αξιολόγησης για την εκτίμηση του επενδυτικού κινδύνου ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου οι τρείς κύριες μεγάλες εταιρείες σχηματίστηκαν.
Είναι η κορυφαία σε τζίρο και επιρροή εταιρεία του κλάδου, πρωτοπόρος στην αξιολόγηση και βαθμολόγηση ομολόγων.4 Ο Τζον Μουντι ίδρυσε τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, Moody's Corporation, το 1909. Στην αρχή ο Μούντι εξέδιδε ένα πληροφοριακό δελτίο για τις επενδύσεις στον σιδηρόδρομο και στη συνέχεια επεκτάθηκε στην αξιολόγηση των κρατικών ομολόγων των Ηνωμένων Πολιτειών.5 Σήμερα, η εταιρεία παρέχει ένα μεγάλο φάσμα υπηρεσιών όπως υπηρεσίες αξιολόγησης, έρευνας και ανάλυσης κινδύνων για ένα εύρος σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων ανάληψης χρέους. Διαθέτει δεκαεπτά γραφεία παγκοσμίως και παρέχει αξιολογήσεις δημοσίου χρέους χώρας για περισσότερα από εκατό κράτη. Για την αξιολόγηση επιχειρήσεων και χωρών η εταιρεία Moody's χρησιμοποιεί ένα συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών.6
H Fitch είναι ο τρίτος μεγαλύτερος οίκος χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης, χωρίς όμως να έχει τον τζίρο και την επιρροή των Μοοdy's και Standard & Poor's.4 Ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη το 1913 από τον Τζον Νόουλς Φιτς, έναν τριαντατριάχρονο επιχειρηματία ο οποίος ανέλαβε την τυπογραφική επιχείρηση του πατέρα του με σκοπό τη δημοσίευση οικονομικών στατιστικών για μετοχές και ομόλογα. Το 1924, ο Φίτς διεύρυνε τις υπηρεσίες της επιχείρησής του δημιουργώντας ένα σύστημα για τη βαθμολόγηση χρεογράφων βασισμένο στην ικανότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεων της εταιρείας που εκδίδει τα χρεόγραφα. Παρόλο που το σύστημα αξιολόγησης του Φιτς αποτέλεσε τη βάση για τους υπόλοιπους οίκους, η Fitch είναι σήμερα η μικρότερη από τις τρείς μεγάλες εταιρείες αξιολόγησης παγκοσμίως,5 παρέχοντας αξιολογήσεις και έρευνα για περίπου 150 χώρες. Τέλος, η Fitch προωθεί προϊόντα ομολόγων χρέους, που προσφέρονται σε διάφορους οργανισμούς και επιχειρήσεις, χρηματοοικονομικά ιδρύματα, κρατικές επιχειρήσεις, ασφαλιστικές εταιρείες και δημόσια ασφαλιστικά ταμεία.6
Ο Χένρι Βαρνουμ Πουρ, όπως και ο Φιτς στράφηκε προς την έκδοση οικονομικών στατιστικών για χρηματοοικονομικά προϊόντα, δημιουργώντας την εταιρεία H.V. and H.W. Poor. Ο Λουθερ Λι Μπλακε ήταν ένας άλλος οικονομικός αναλυτής που ενδιαφερόταν και αυτός να ασχοληθεί με την έκδοση οικονομικών στατιστικών. Έτσι, ίδρυσε την εταιρεία Standard Statistics το 1906, ένα χρόνο μετά το θάνατο του Πουρ. Οι δυο εταιρείες εξέδιδαν παρόμοιες οικονομικές αναλύσεις, οπότε αποφάσισαν να συγχωνευτούν το 1941 δημιουργώντας την Standard and Poor's Corporation.5 Σήμερα, η εταιρεία παρέχει υπηρεσίες εξαγωγής εξειδικευμένων πληροφοριών για σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που διαπραγματεύονται στις διεθνής αγορές. Η Standard & Poor's εμπορεύεται επενδυτικά στοιχεία, πραγματοποιεί αποτιμήσεις αξίας εταιρειών, χρηματοοικονομικές αναλύσεις, καθώς και γνωμοδοτήσεις για επιχειρήσεις, οργανισμούς και κράτη. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι η εταιρεία Standard & Poor's δημιούργησε το γνωστό δείκτη S&P 500, ο οποίος αποτελεί δείκτη βαρόμετρο για τις αγορές της Νέας Υόρκης (New York Stock Exchange, NYSE) και του NASDAQ. Ο δείκτης αυτός περιλαμβάνει 500 επιλεγμένες μετοχές με βάση το μέγεθος της αγοράς, τη ρευστότητα και τον κλάδο δραστηριότητας και φανερώνει τα χαρακτηριστικά ρίσκου/απόδοσης των εταιρειών αυτών, που διαπραγματεύονται στις αγορές των Ηνωμένων Πολιτειών.6
To 1975, η Επιτροπή Ασφάλειας και Συναλλαγών των Ηνωμένων Πολιτειών καθιέρωσε αυτές τις τρεις εταιρείες ως Εθνικούς Οργανισμούς Στατιστικής Αξιολόγησης (Nationally Recognized Statistical Rating Organizations, NRSRO). Έτσι, οι αξιολογήσεις αυτών των Οίκων απέκτησαν ακόμα μεγαλύτερο κύρος επηρεάζοντας σημαντικά την πορεία ενός οργανισμού ή ακόμα και ενός κράτους.7 Οι Οίκοι ανάλογα με τις αξιολογήσεις τους επηρεάζουν τις οικονομικές εξελίξεις και έχουν ομοκυκλική συμπεριφορά επιτείνοντας τις εξελίξεις, δηλαδή εάν έχουμε κάθοδο επιταχύνουν την κάθοδο και αντίστοιχα εάν έχουμε άνοδο επιταχύνουν την άνοδο.8
Από το 2007 και μετά που ξεκίνησε η πιστωτική κρίση ασκήθηκε έντονη κριτική ενάντια αυτών των τριών Οίκων Αξιολόγησης. Ειδικότερα, οι Οίκοι Αξιολόγησης έχουν κατηγορηθεί τόσο για άστοχες προβλέψεις όσο και για το ότι συντέλεσαν στην καθίζηση της παγκόσμιας κρίσης.7
Όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδας, εικάζεται ότι οι τρείς αμερικανικοί Οίκοι Αξιολόγησης, με τις συνεχείς αρνητικές τους αξιολογήσεις σχετικά με το ελληνικό χρέος, επιτάχυναν τις εξελίξεις που οδήγησαν τη χώρα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2010.4 Οι συνεχόμενες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας, έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση πρωτόγνωρη για την παγκόσμια οικονομία, καθώς η Ελλάδα βιώνει τη μεγαλύτερη σε διάρκεια και ένταση ύφεση παγκοσμίως.
Η Ελλάδα κατέληξε να έχει τη χαμηλότερη πιστοληπτική διαβάθμιση διεθνώς, με βάση τα στοιχεία των Οίκων Αξιολόγησης. Επιπλέον, θεωρείται ότι οι υποβαθμίσεις αυτές έχουν συντελέσει σε μεγάλο βαθμό στον αποκλεισμό της χώρας μας από τις διεθνείς αγορές χρήματος και έχουν συνεισφέρει στην όξυνση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.9 Οι διαρκείς υποβαθμίσεις συντέλεσαν στην αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, τα οποία προσδιορίσθηκαν στο 23 με 25%, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο που οδήγησε τις ευρωπαϊκές οικονομίες στο χείλος της καταστροφής και την Ελλάδα στο «κούρεμα» του χρέους.
Το 2016 ο οίκος S&P αναβάθμισε την πιστοληπτική αξιολόγηση της Ελλάδας από CCC+ σε Β- , ισχυριζόμενος ότι η Αθήνα τήρησε μέρος των συμφωνηθέντων στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης, αλλά και ότι η ελληνική οικονομία έχει, παρά τα αλλεπάλληλα σοκ, αποδειχθεί πιο ανθεκτική από ότι υπολόγιζαν οι αναλυτές.10